- κρυσταλλίτης
- ο(κρυσταλλ.-ορυκτ.) η στοιχειωδέστερη μορφή ενός «εμβρυϊκού» ορυκτού κρυστάλλου στην οποία είναι δυνατή η αναγνώριση τού ορυκτού ως ιδιαίτερου είδους κάτω από το πετρογραφικό μικροσκόπιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. γερμ. krystallit (< κρύσταλλος) + -it].
Dictionary of Greek. 2013.